Σητεία



Η Σητεία είναι παράλια κωμόπολη της ανατολικής Κρήτης του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, στο δυτικό μυχό του φερώνυμου όρμου, 70 χλμ. ανατολικά του Αγίου Νικολάου Λασιθίου και αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Είναι πατρίδα του ποιητή του «Ερωτόκριτου» Βιτσέντσου Κορνάρου. Η Σητεία διαθέτει  αεροδρόμιο, μέσω του οποίου συνδέεται με την Αθήνα και τα νησιά του Αγαίου, αποτελεί τουριστικό θέρετρο. 

Η πόλη πιθανώς ταυτίζεται με την κλασική και ελληνιστική Ητεία ή Ήτιδα, ή Σηταία, πιθανολογούμενη πατρίδα του Μύσωνα, ενός από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας. Κατά την ελληνική μυθολογία, ο Ηρακλής συγκέντρωσε από αυτήν την πόλη (όπως και από ολόκληρη την Κρήτη) πολεμιστές κατά των Λαιστρυγόνων και, νικώντας τους στην κεντρική Ιταλία, ίδρυσε τη νέα Σητεία, λίγο πιο έξω από τη Ρώμη.

Κατά τον Μεσαίωνα, αποτελούσε σημαντικό εμπορικό λιμάνι του Βυζαντίου. Κατά την Ενετοκρατία ενσωματώθηκε στο ΒενετικόRegno di Candia, και είχε χαρακτηρισθεί "maximum statum et lumen ejiusdem insulae" (=μέγιστος σταθμός αλλά και φως του νησιού). Για να σταθεροποιήσουν την κυριαρχία τους, οι Βενετοί έκτισαν σε διάφορα σημεία στρατηγικής σημασίας της επαρχίας πολλά φρούρια που σώζονται και σήμερα (π.χ Καζάρμα). Η πόλη καταστράφηκε από σεισμό το 1508 και από επιδρομή πειρατών το 1538. Το 1651, οι Βενετοί κατέστρεψαν την πόλη για να μην την παραδώσουν στους Οθωμανούς. Η Σητεία ξαναχτίστηκε το 1870, με την ονομασία Αβνιέ, η οποία όμως δεν επικράτησε.

Στις τριάντα προθήκες του μουσείου περιλαμβάνονται εκθέματα από το 3500 π.Χ. μέχρι τα 500 μ.Χ. που προέρχονται από την ευρύτερη περιοχή της Σητείας. Το μουσείο χωρίζεται σε πέντε ενότητες, που αναφέρονται σε αντίστοιχες χρονολογικές περιόδους. Μεταξύ άλλων, εκτίθενται η συλλογή αγγείων, πήλινες πινακίδες της Γραμμικής Α που βρέθηκαν στο αρχειοφυλάκιο της Ζάκρου, ειδώλια από ιερά κορυφής, ένα σταφυλοπιεστήριο νεοανακτορικής περιόδου και ένας ελληνιστικός μύλος για άλεση σιτηρών. Μοναδικό είναι το χρυσελεφάντινο ανδρικό ειδώλιο που βρέθηκε στη θέση Ρουσσόλακκος κοντά στο Παλαίκαστρο.

Το φρούριο του κάστρου, ή Καζάρμα (Casa di arma), αποτελούσε το στρατώνα της φρουράς ή το διοικητήριο κατά τηνΕνετοκρατία, ένα δηλαδή από τα οικοδομήματα της Μεσαιωνικής Σητείας η οποία περιβαλλόταν με τείχος. Η οχύρωση της πόλης και η Καζάρμα χρονολογούνται στην ύστερη βυζαντινή περίοδο. Οι πειρατικές όμως επιδρομές, οι συχνές επαναστάσεις των κατοίκων κατά τη διάρκεια της ενετικής κατοχής ακόμα και οι σεισμοί επέφεραν αλλεπάλληλες καταστροφές στα τείχη και στην Καζάρμα, μέχρι που οι ίδιοι οι Ενετοί αναγκάστηκαν να τα καταστρέψουν με σκοπό να τα επιδιορθώσουν, πράγμα που δεν έγινε τελικά. 
Στην περίοδο της τουρκικής κατοχής τα περιμετρικά τείχη φαίνεται ότι δεν ξαναχτίστηκαν, αλλά η Καζάρμα αναστηλώθηκε και σήμερα διακρίνονται οι τουρκικές προσθήκες, όπως οι κουμπέδες πάνω στις επάλξεις, δηλαδή τα φυλάκια του φρουρίου. Η Καζάρμα σήμερα έχει αναστηλωθεί και είναι ανοικτή στο κοινό προσφέροντας πανοραμική θέα στον κόλπο και την πόλη της Σητείας. Κατά την καλοκαιρινή περίοδο στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο της πραγματοποιούνται πολιτιστικές εκδηλώσεις (Κορνάρεια), όπως θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, διαλέξεις, εκθέσεις εικαστικών τεχνών κ.λπ.΄



Με πρωτοβουλία του πολιτιστικού συλλόγου «Βιτσέντζος Κορνάρος» οργανώθηκε και λειτουργεί ένα λαογραφικό μουσείο. Τα εκθέματα, που ανήκουν στον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου, συμπεριλαμβάνουν κεντήματα, υφαντά, ξυλόγλυπτα, τοπικές ενδυμασίες, οικοσκευές, εικόνες και άλλα είδη.